εὐέντευκτος
English (LSJ)
εὐέντευκτον, affable, Id.2.187, Poll.5.138. Adv. εὐεντεύκτως ib.139.
German (Pape)
[Seite 1064] umgänglich, Poll. 5, 138.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέντευκτος: -ον, φιλοπροσήγορος, ὁμιλητικός, Πολυδ. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 139.
Greek Monolingual
εὐέντευκτος, -ον (ΑΜ)
ευπροσήγορος, καταδεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εν-τευκτος (< εν-τυγχάνω), πρβλ. αν-έν-τευκτος, δυσ-έντευκτος)].