ὁμιλητικός
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ὁμιλητική, ὁμιλητικόν,
A affable, conversable, Isoc.1.30, Stoic.3.160; οἱ ἔξωθεν ὁμιλητικοί Phld.Vit.p.4J.
IIἕξις ὁμιλητική = a social habit, Pl.Def.415e; τί ὁμιλητικόν . .; what social charm . . ? Alciphr.3.44; ὁμιλητικὴ χάρις Charito 1.4; ἡ ὁμιλητική (sc. ὁμιλητικὴ τέχνη) the art of conversation, Plu.2.629f; τὸ ὁμιλητικόν = affability, Men.Rh., Treatise 2.9.6.
German (Pape)
[Seite 331] ή, όν, gesellig, umgänglich; πρὸς τοὺς πλησιάζοντας, im Gegensatz von σεμνός, Isocr. 1, 30; ἡ ὁμιλητική, sc. τέχνη, Kunst des Umgangs, der Unterredung; ἕξις, Plat. def. 415 e; Plut. Symp. 2, 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les relations, le commerce habituel ; πρός τινα, qui a des relations familières avec qqn ; ἡ ὁμιλητική (τέχνη) l'art de vivre en société.
Étymologie: ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμῑλητικός:
1 общительный, обходительный (πρός τινα Isocr.);
2 касающийся общения или касающийся беседы: ἕξις ὁμιλητική Plat. умение вести беседу.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμῑλητικός: -ή, -όν, εὐπροσήγορος, εἰς συναναστροφὴν ἐπιτήδειος, Ἰσοκρ. 8D. - Ἐπίρρ. ὁμιλητικῶς, ἐν ὁμιλίᾳ, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 185, 71. ΙΙ. ἕξις ὁμιλητική, συνήθεια συναναστροφῆς, Πλάτ. Ὅροι 415Ε· τί ὁμιλητικόν...; τί κοινωνικὸν πλεονέκτημα...; Ἀλκίφρων 3. 44· ἡ ὁμιλητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ὁμιλεῖν, συναναστρέφεσθαι, Πλούτ. 2. 629 F.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁμιλητικός, -ή, -όν) ομιλώ
ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική
η τέχνη του ομιλητή, του αγορητή
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική
μάθημα του πρακτικού κλάδου της θεολογικής επιστήμης το οποίο αναφέρεται στη θεωρία και στην τεχνική του θείου κηρύγματος
μσν.
φρ. «ὁμιλητικαὶ διηγήσεις» — οι αφηγηματικές ομιλίες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμιλητικόν
η χαρά της συναναστροφής
2. το θηλ. ως ουσ. το γνώρισμα εκείνου που συναναστρέφεται.
επίρρ...
ομιλητικώς και ομιλητικά (Μ ὁμιλητικῶς)
με ομιλητικό τρόπο.