εὐανάκλητος

English (LSJ)

εὐανάκλητον,
A easy to call out, of the names of dogs, X.Cyn.7.5.
II easy to recall, πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον Plu.Cim.17; εὐ. ἑαυτὸν παρέχειν Id.TG2. Adv. εὐανακλήτως, διακεῖσθαι πρός τινα M.Ant.1.7.
2 easily cured, Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zurückzurufen, leicht umzustimmen; ὀνόματα κυσὶ τίθεσθαι βραχέα, ἵνα εὐαν. ᾖ Xen. Cyn. 7, 5, wenn es nicht einfacher "leicht auszusprechen" ist; von Menschen, παρεῖχεν ἑαυτὸν εὐαν. Plut. Tib. Gracch. 2, vgl. Cim. 17. – Adv., εὐανακλήτως ἔχειν πρός τινα, versöhnlich sein, M. Anton. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à rappeler;
2 facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, ἀνακαλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰνάκλητος:
1 легко произносимый (ὄνομα Xen.);
2 легко уступающий (πρός τι Plut.): εὐανάκλητον ἑαυτὸν παρέχειν Plut. оказываться уступчивым.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάκλητος: -ον, ὁ εὐκόλως ἐκφωνούμενος, ἐπὶ τῶν ὀνομάτων τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 7, 5. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνακαλεῖ τις, πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον Πλουτ. Κίμ. 17· εὐαν. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 2. - Ἐπίρρ., εὐανακλήτως ἔχειν πρὸς τινα, «συμπαθῶς» (Σουΐδ.), Μ. Ἀντων. 1. 7.

Greek Monolingual

εὐανάκλητος, -ον (Α)
1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα
2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία
3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐανακλήτως
με ευανάκλητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά-κλητος (< ανα-καλώ)].

Greek Monotonic

εὐανάκλητος: -ον, I. αυτός που προφέρεται εύκολα, λέγεται για ονόματα σκύλων, σε Ξεν.
II. αυτός που ανακαλείται εύκολα, σε Πλούτ.· επίρρ., εὐανακλήτως ἔχεινπρός τινα, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-ανάκλητος, ον
I. easy to call out, of the names of dogs, Xen.
II. easy to recall, Plut.:—adv., εὐανακλήτως ἔχειν πρός τινα Plut.