εὐγραμμία

English (LSJ)

ἡ, good design, of figures in tapestry, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, schöne Zeichnung, Ath. V, 197 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγραμμία: ἡ, ἡ ὡραιότης ἰχνογραφήματος, Ἀθήν. 197Β.

Greek Monolingual

η (Α εὐγραμμία) εύγραμμος
νεοελλ.
αρμονική διάταξη τών γραμμών του σώματος
αρχ.
η ωραιότητα, η κομψότητα τών γραμμών διακοσμητικού σχεδίου.