εὐθνήσιμος
English (LSJ)
εὐθνήσιμον, in or with easy death, A.Ag.1293.
German (Pape)
[Seite 1069] leicht sterbend, αἱμάτων εὐθνησί. μων ἀποῤῥυέντων, da das Blut im leichten Tode ausströmte, Aesch. Ag. 1266.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui amène une mort prompte.
Étymologie: εὖ, θνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
εὐθνήσιμος: дающий легкую смерть: αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων Aesch. безболезненно умерев от потери крови.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθνήσιμος: -ον, εὐθάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1293.
Greek Monolingual
εὐθνήσιμος, -ον (Α)
αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω].
Greek Monotonic
εὐθνήσιμος: -ον (θανεῖν), αυτός που βρίσκεται ή συναντά εύκολα τον θάνατο, ευθάνατος, σε Αισχύλ.