εὐμεταβλησία

English (LSJ)

ἡ, changeableness, Sch.Th.3.37.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, Leichtveränderlichkeit, Schol. Thuc. 3, 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμεταβλησία: ἡ, τὸ εὐμετάβολον, Σχόλ. εἰς Θουκ. 3. 37.

Greek Monolingual

η (Α εὐμεταβλησία) εὐμετάβλητος
η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια
νεοελλ.
(μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους.