εὐσύστατος

English (LSJ)

εὐσύστατον,
A of proper consistency, Crito ap. Gal.13.884; ἔμβρυα εὐ. Antyll. ap. Orib.6.31.5 codd. (nisi leg. ἀσύστ-).
II easy to make friends with, Vett.Val.39.14.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύστατος: -ον, καλῶς συνιστάμενος, εὐσχημάτιστος, ἔμβρυα εὐσύστατα ἐκβάλλει Μatthaei Μed. 122.

Greek Monolingual

εὐσύστατος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει συνοχή
αρχ.
αυτός που γίνεται φίλος εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συ-στατός (< συν-ίστημι «συνδέω, συνάπτω»)].