εὐχυλία

English (LSJ)

ἡ, goodness of flavour, Hices. ap. Ath.3.87c, Xenocr. ap. Orib.2.58.57; wholesomeness of juice, Sor.1.53.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, die Güte der Säfte, der gute Geschmack saftreicher Dinge, Ath. III, 87 c VII, 306 e.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡλία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὔχυλος, τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ εὐχυλία τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E.

Greek Monolingual

εὐχυλία, ἡ (Α) εύχυλος
η ιδιότητα του εύχυλου, καλή γεύση, νοστιμιά.