εὐωχιάζω

English (LSJ)

= εὐωχέω, v.l. in Lib.Descr.9.5.

German (Pape)

[Seite 1112] = εὐωχέω, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωχιάζω: εὐωχέω, Λιβάν. 4. 1078.

Greek Monolingual

εὐωχιάζω (Α) ευωχία
παρέχω γεύμα σε κάποιον, φιλεύω, ευωχώ.