εὔμυθος

English (LSJ)

εὔμυθον, eloquent, AP4.3b.61 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1081] wohlredend, Καλλιοπείη Agath. prooem. (IV, 3, 107).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
éloquent.
Étymologie: εὖ, μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

εὔμῡθος: красноречивый (Καλλιοπείη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμῡθος: -ον, εὔγλωττος, εὐφραδής, Ἀνθ. Π. 4. 3, 107.

Greek Monolingual

εὔμυθος, -ον (Α)
εύγλωττος, ευφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μύθος «λόγος»].

Greek Monotonic

εὔμῡθος: -ον, εύγλωττος, ευφραδής, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-μῡθος, ον
eloquent, Anth.