εὖα
English (LSJ)
evoe, euhoe, ἐπιφημισμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός, Hsch.
II for acc. sg. εὔαν, v. εὔας.
III εὐά· τράγου φωνῆς μίμημα Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1054] ein Jubelruf, wie εἴα, bes. beim Bacchusfest u. bei den Mysterien gebraucht, ἐπευφημιασμὸς μυστικός, Hesych. – Bei Suid. εὐά als Nachahmung des Lautes des Ziegenbockes.
Greek (Liddell-Scott)
εὖα: ἐπιφώνημα παρακελευσματικόν, «εὖα· ἐπιφημισμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός, καὶ ἔα» Ἡσύχ., πρβλ. εὐοῖ: - εὑὰ κατὰ Σουΐδ. «τράγου φωνῆς μίμημα».
Russian (Dvoretsky)
εὖα: interj. эва! (возглас ликования в честь Вакха; см. εὐάζω).