μίμημα
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything imitated, counterfeit, copy, A.Fr.364; μίμημ' ἔχεις Ἑλένης E.Hel.74; μίμημα χειρὸς Ἀττικῆς, of certain loaves, Antiph.176.6: freq. in Pl., Ti.48e, al.; θεοῦ μ. λαχόντες Cleanth.1.4; αὐτοφυὲς μίμημα λύρας, of the ἀκρίς, AP7.195 (Mel.); ἄνθρωπος μίμημα θεοῦ Muson.Fr.17p.90H.
2 artistic representation, Pl.Lg.669e, 796b (pl.).
German (Pape)
[Seite 186] τό, das Nachgeahmte, Abbild, Darstellung; Λιβυρνικῆς μίμημα κανδύης χιτών, Aesch. frg. 342; Eur. oft, ἀνδρός, Herc. Fur. 294, δαλοῦ πικρὸν μίμημα, Troad. 922; oft bei Plat. neben εἰκών, davon unterschieden Soph. 241 e; κήρινα μιμήματα πεπλασμένα, Legg. XI, 933 b; Folgde überall.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
imitation, image.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μίμημα: ατος (ῑ) τό
1 изображение (κήρινα μιμήματα πεπλασμένα Plat.);
2 подобие, сходство (μ. ἔχειν Ἑλένης Eur.): δαλοῦ μ. Eur. подобие факела.
Greek (Liddell-Scott)
μίμημα: [ῑ], τό, τὸ μεμιμημένον, κατὰ μίμησιν πεποιημένον, ἀντίτυπον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 353· μίμημ’ ἔχεις Ἑλένης Εὐρ. Ἑλ. 74· μ. χειρὸς Ἀττικῆς, ἐπί τινων εἰδῶν ἄρτων, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 1, 6: συχνάκις παρὰ Πλάτ.
Greek Monolingual
μίμημα, τὸ (Α) μιμούμαι
1. αντικείμενο που έχει κατασκευαστεί κατ' απομίμηση, ομοίωμα, αντίτυπο («Λιβυρνικῆς μίμημα κανδύης χιτών», Αισχύλ.)
2. καλλιτεχνική αναπαράσταση, το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής μίμησης.
Greek Monotonic
μίμημα: [ῑ], -ατος, τό, αυτό το οποίο προήλθε από μίμηση, απατηλό αντίγραφο, σε Ευρ., Πλάτ.
Middle Liddell
μῑ́μημα, ατος, τό, [from μιμέομαι
anything imitated, a counterfeit, copy, Eur., Plat.
English (Woodhouse)
copy, image, imitation, likeness, portrait, representation, what is imitated