English (Slater)
εὔαν Heliodor. ap. Σ Dion. Thr. 540. 27 Hilg.: μόνον τὸ εὔαν θηλυκὸν παρὰ Πινδάρῳ (at εὐνάν coni. Dindorf, cll. Choerobosco, Gr. Gr. iv. 1. 315, 27 Hilg., τὸ εὐνάν, εὐνᾶνος, ὃ παρατίθενταί τινες ὡς θηλυκὸν νομίζοντες τὴν γυναῖκα σημαίνειν) fr. 303, cf. Hesych., s. v.