ζαμενέω

English (LSJ)

to put forth all one's fury, Hes.Th.928.

German (Pape)

[Seite 1136] (Kraft anstrengen, oder) sehr zürnen, Hes. Th. 928.

French (Bailly abrégé)

ζαμενῶ :
être furieux.
Étymologie: ζαμενής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαμενέω [ζαμενής] razend zijn (van woede). Hes. Th. 928.

Russian (Dvoretsky)

ζᾰμενέω: бесноваться, неистовствовать, выходить из себя Hes.

Greek Monotonic

ζᾰμενέω: εξαπολύω όλη μου την ισχύ, εντείνω τις δυνάμεις μου ή είμαι παράφορα οργισμένος, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰμενέω: σφόδρα ὀργίζομαι ἢ ἐντείνω τὰς δυνάμεις μου, Ἡσ. Θ. 928.

Middle Liddell

ζᾰμενέω,
to put forth all one's might, Hes. [from ζᾰμενής]