ζερβός

Greek Monolingual

-ή, -ό, και ζερβύς, -ιά, -ύ και ζερβής, -ιά, -ί (Μ ζερβός και ζαρβός, -ή, -ό, θηλ. και ζερβά, ζερβέα)
1. αυτός που βρίσκεται προς το αριστερό μέρος, αριστερός
2. αυτός που χειρίζεται με ευκολία το αριστερό χέρι, αριστερόχειρας, ζερβοχέρης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ζερβή
το αριστερό χέρι.
επίρρ...
ζερβά (Μ ζερβά)
1. αριστερά, προς τα αριστερά
2. ανάποδα, αντίξοα, ενάντια, «κόντρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαβός].