ζευγοφορούμαι
Greek Monolingual
ζευγοφοροῦμαι, -έομαι (Α)
μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. προικοφορούμαι, τυμπανοφορούμαι].
ζευγοφοροῦμαι, -έομαι (Α)
μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. προικοφορούμαι, τυμπανοφορούμαι].