τυμπανοφορούμαι

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
μεταφέρω τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -φοροῦμαι (< -φόρος)].