ζουλώ

Greek Monolingual

-άω και ζουλίζω
συμπιέζω, συνθλίβω, πατηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζουλίζω < μσν. ζουλίζω < διυλίζω (πρβλ. πιθ. ετυμολ. του σγουρός/ ζγουρός < δίυγρος). Ο τ. ζουλώ είναι μεταπλασμένος ενεστ. του ζουλίζω].