(I)η1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα2. καχεξία, μαρασμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ' άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω].(II)ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ)1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση2. τόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura].