ζούρλα
Greek Monolingual
και ζούρλια, η
1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα
2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη
3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» — είναι εξαιρετικά ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός].
και ζούρλια, η
1. παραφροσύνη, ανισορροπία, τρέλα
2. συμπεριφορά, πράξη παράλογη και ανόητη
3. φρ. (για πρόσ. πράγματα ή συμβάντα) «είναι ζούρλια» — είναι εξαιρετικά ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός, υποχωρητικός σχηματισμός].