ζουρλός

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανόητος, τρελός, παράφρονας
2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφοραζουρλός απ' τη χαρά του»)
3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» — για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ζουρλός < σβουρλός (< σβουρίζομαι «στρέφομαι σαν σβούρα»)
κατ' άλλους, είναι προϊόν συμφυρμού: ζουρλός < ζερβός + τρελός. Σύμφωνα με άλλη ετυμολογία: ζουρλός < ζούρλα < ιταλ. zurlo «υπερβολική χαρά, μούρλια» (ρ. zurlare «κάνω τρέλες»)].