ζυγουλκός
English (LSJ)
ζυγουλκόν, drawing the yoke, βόες Moschio Trag.6.26.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγουλκός: -όν, ὁ σύρων τὸν ζυγόν, βοῦς Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 244.
Greek Monolingual
ζυγουλκός, ὁ (Α)
αυτός που έλκει, που σύρει τον ζυγό («ζυγουλκοί βόες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -ουλκος (< έλκω), πρβλ. γερανουλκός, εμβρυουλκός].