Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ζυμέλαιο
Greek Monolingual
το μίγμα πτητικών ελαιωδών υγρών που παράγονται κατά τη διάρκεια της αλκοολικής ζύμωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. alcool amylique). Η λ. ζυμέλαιον μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδαΕστία από τον Όθωνα Ρουσόπουλο].