ζυμίτης

English (LSJ)

ἄρτος [ῑ], ὁ, leavened bread, Cratin.99 (prob. l.), Hp. Vict.2.42, 3.75, X.An.7.3.21, LXX Le.7.3(13), Sor.1.94, Philostr.Im. 2.26.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, ἄρτος, gesäuertes Brot, Xen. An. 7, 3, 21; Ath. III, 111 e; Philostr. im. 2, 26 u. VLL., mit der v.l. ζυμήτης; auch plur. ζυμῆτες, s. Lob. paral. 180.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) ἄρτος;
pain fait avec du levain.
Étymologie: ζύμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυμίτης -ες [ζύμη] gezuurd, gegist (van brood).

Russian (Dvoretsky)

ζυμίτης: (ῑ) квашеный (ἄρτος Xen.).

Greek Monolingual

ζυμίτης, ὁ (Α) ζύμη
1. ο ένζυμος άρτος («ἄρτοι ζυμῖται μεγάλοι», Ξεν.)
2. στον πληθ. οἱ ζυμῖται
(ενν. ἄρτοι)
σύμβολο της αιγυπτιακής πολιτείας.

Greek Monotonic

ζῡμίτης: [ῑ], αρσ. επίθ. του ουσ. ἄρτος, ζυμωτό, αφράτο ψωμί, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ζῡμίτης: ῑ ἄρτος, ὁ, ἔνζυμος ἄρτος, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21, Πολυδ. Ϛ΄, 32, 72.

Middle Liddell

[from ζύ¯μη]
leavened, Xen.