ζωά living, life [εὖ ζωᾶς (codd.: εὐζοίας Schr.) (P. 4.131) ] ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν (N. 8.36) θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς (N. 9.29) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (I. 5.12)
ζωά: ἡ дор. Pind. = ζωή.