ζόφιον, = ζόφεος, ζοφερός, ib. 7.377 (Eryc.).
[Seite 1140] = ζοφερός, Ἐρινύες Eryc. 11 (VII, 377).
ζόφιος: темный, мрачный (Ἐρινύες Anth.).
ζόφιος: -ον, = ζόφεος, ζοφερός, Ἀνθ. Π. 7. 377.
ζόφιος, -ον (Α) ζόφοςζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.).
ζόφιος: -ον, = ζοφερός, σε Ανθ.
ζόφιος, ον = ζοφερός, Anth.]