мрачный
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Russian > Greek
δυσαίθριος, δυσπέμφελος, μελαγχίτων, πορφύρεος, πορφυροῦς, ἀΐδηλος, ἀΐδαλος, ἀλάμπετος, κελαινώπης, κελαινώπας, σκυθρωπός, ἀχλυόεις, σκυθρός, θολερός, ἄχορος, ἀναύγητος, ἀνήλιος, ἀνάλιος, ἀγέλαστος, λευγαλέος, κατηφής, παλίνσκιος, συννεφής, ζοφώδης, πένθιμος, στυγνός, κυάνεος, ζοφερός, δνοφερός, ἀϊδνός, δνοφώδης, γνοφώδης, δυσφαής, δυσφανής, ἐρεβεννός, ζόφιος, κνεφαῖος, λυγαῖος, στρυφνός, βαρύς, μέλας, κελαινός, νύχιος