ἡ, head-band, fillet, Theoc.2.122(pl.).
η (Α ζώστρα) ζώννυμινεοελλ.1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος της εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάριαρχ.ταινία, δεσμός, αναδέσμη.