ἡγησίπολις, -όλιδος, ὁ (Α)ηγεμόνας, διοικητής πόλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήγησις (< ηγούμαι) + πόλις (πρβλ. ορθό-πολις, πρωτό-πολις)].