ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιοφαής, παμφαής].