ἡδυφαής
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
Dor. ἁδυφαής, ές, sweet-shining, ἤλεκτρος D.P.317; πλινθίς AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1154] ές, lieblich glänzend; ἤλεκτρος, D. Per. 317; ἥλιος, Ignat. (XV, 29); πλινθίς, Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille d'un doux éclat, dont la lumière est agréable.
Étymologie: ἡδύς, φάος.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠφαής: дор. ἁδυφαής 2
1 мягко сияющий, бросающий приятный свет (ἥλιος Anth.);
2 с приятный блеском (πλινθίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφαής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν γλυκεῖαν, ἡδεῖαν καὶ καλὴν ἔχων τὴν λαμπηδόνα, ἤλεκτρος Διον. Π. 317, πλινθὶς Ἀνθ. Π. 6. 295, κτλ.
Greek Monolingual
ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιοφαής, παμφαής].
Greek Monotonic
ἡδυφαής: -ές (φάος), αυτός που φέρει γλυκιά λάμψη, που έχει γλυκό φως, σε Ανθ.