ἡδύπολις, -όλιδος, δωρ. τ. άδύπολις, ὁ, ἡ (Α)αγαπητός στους πολίτες, στον λαό («σοφός ὤφθη βασάνῳ θ' ἁδύπολις» — αποδείχθηκε έπειτα από δοκιμασία σοφός και αγαπητός στον λαό, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + πόλις.