ἡδύπολις
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
Dor. ἁδύπολις, ὁ, ἡ, dear to the people, S.OT510 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1154] der Stadt angenehm, Soph. O. R. 510.
Spanish (DGE)
ἁδύπολις, -ι
• Prosodia: [ᾱδῠ-]
dulce, querido para la ciudad de Tiresias, S.OT 510.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύπολις: только дор. ἁδύπολις (ᾱδῠ) adj. (только nom.) дорогой, т. е. дающий радость городу (sc. Οἰδίπους Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύπολις: Δωρ. ἁδ-, ὁ, ἡ, ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, Σοφ. Ο. Τ. 510.
Greek Monolingual
ἡδύπολις, -όλιδος, δωρ. τ. άδύπολις, ὁ, ἡ (Α)
αγαπητός στους πολίτες, στον λαό («σοφός ὤφθη βασάνῳ θ' ἁδύπολις» — αποδείχθηκε έπειτα από δοκιμασία σοφός και αγαπητός στον λαό, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + πόλις.
Greek Monotonic
ἡδύπολις: Δωρ. ἁδ-, ὁ, ἡ, ο αγαπητός στο λαό, σε Σοφ.