ηδύχρους
Greek Monolingual
ἡδύχρους, -ουν και -οος, -οον (AM)
1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν
γένος εντόμων της οικογένειας τών χρυσιδιδών
αρχ.
1. συνεκδ. εύοσμος
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν
είδος μυρωδικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χρους (< -χροος < χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].