ἡλάριον, τὸ (AM)(υποκορ. του ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ- (του ήλος) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλιάριον, ιππάριον)].