ιππάριον
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἱππάριον)
(υποκορ. του ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ιππάριον του Πικερμίου» — γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει
βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα του Πικερμίου Αττικής
2. μικρή βοηθητική μηχανή που κινεί αντλίες σε εργοστάσια και ατμόπλοια
αρχ.
1. γέρικο άλογο, παλιάλογο («φαύλοις ἱππαρίοις», Πλούτ.)
2. επιγρ. μικρό άγαλμα ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. τραγῳδάριον, ᾠδάριον)].