ιππάριον

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἱππάριον)
(υποκορ. του ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ιππάριον του Πικερμίου» — γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει
βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα του Πικερμίου Αττικής
2. μικρή βοηθητική μηχανή που κινεί αντλίες σε εργοστάσια και ατμόπλοια
αρχ.
1. γέρικο άλογο, παλιάλογο («φαύλοις ἱππαρίοις», Πλούτ.)
2. επιγρ. μικρό άγαλμα ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. τραγῳδάριον, ᾠδάριον)].