ηλιόλουστος

Greek Monolingual

και λιόλουστος, -η, -ο
αυτός που λούζεται από τον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ευήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + λουστός (< λούζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].