ημίδεσμος

Greek Monolingual

ο
1. ψευδόδεσμος που χρησιμοποιείται για την ταχύτερη πρόσδεση του άκρου ενός καλωδίου σε ένα στερεό αντικείμενο
2. ναυτ. ναυτικός κόμβος που σχηματίζεται στην άκρη ενός σχοινιού με σκοπό τη γρήγορη κατασκευή μιας πρόχειρης θηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δεσμός (< δέω [ΙΙ] «δένω»)].