ψευδόδεσμος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ.
είδος ναυτικού κόμπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + δεσμός.