ἡμίκουρος, -ον (Α)πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφίκουρος, νεόκουρος].