ημίχωστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίχωστος, -ον)
χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χωστος (< χώννυ-μι), πρβλ. πολύχωστος, τυμβόχωστος].