Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημεράλωψ
Greek Monolingual
ο, η (Α ημεράλωψ) αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός του οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημερ(ο)- +παρέκταση -αλ- κατ' αναλογίαπρος το νυκτ-άλ-ωψ+ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (<όπωπα)].