ημεραλωπία

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

η ημεράλωψ
ιατρ. σύμπτωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από σημαντική ελάττωση της όρασης από τη στιγμή που το φως της ημέρας ελαττώνεται.