ημεροκαλλές

Greek Monolingual

ἡμεροκαλλές, τὸ (Α)
είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -καλλές (ουδ. του β' συνθετικού επιθέτων -καλλής < κάλλος, πρβλ. ζακαλλής, περικαλλής].