ημεροτοκώ

Greek Monolingual

ἡμεροτοκῶ, -έω (Α)
παράγω ήμερους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< -τοκος < τίκτω), πρβλ. ατοκώ, ευτοκώ].