ἡμιζύγιος, -ον (Α)αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βουζύγιος, υποζύγιος.