ἡμιζύγιος
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
[ῠ], ον<, forming half a pair of scales, Arist.Mech.853b26.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιζύγιος: взаимно уравновешенный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιζύγιος: -ον, ἰσορροπῶν, ἥμισυς ἐντεῦθεν καὶ ἥμισυς ἐκεῖθεν, Ἀριστ. Μηχ. 20, 1.
Greek Monolingual
ἡμιζύγιος, -ον (Α)
αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βουζύγιος, υποζύγιος.