ημιμερής

Greek Monolingual

ἡμιμερής, -ές (Μ)
ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μερής (< μέρος), πρβλ. μονομερής, πολυμερής].