-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].