ἡμιφαής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτοφαής, πασιφαής].